- σκιογράφος
- ὁ, Αβλ. σκιαγράφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιαγράφος — ο, ΝΜΑ, και σκιογράφος Α νεοελλ. χαρακτικό όργανο τών λιθογράφων το οποίο χρησιμοποιείται για τη χάραξη λεπτών παράλληλων γραμμών που δίνουν την εντύπωση σκιάς μσν. αυτός που ζωγραφίζει με φωτοσκιάσεις αρχ. 1. αυτός που κατέχει τους κανόνες τής… … Dictionary of Greek